Η φωτογραφία μου
Master of Science in Economics, Athens University of Economics and Business.

Περισσότερες εξαγωγές από την Αλβανία… μόλις το ’13!

Η Ελλάδα, μέχρι και το 2011, ζούσε την απόλυτη νιρβάνα σε ό,τι αφορά την κατανάλωση εισαγόμενων ξένων προϊόντων και υπηρεσιών, σε σχέση με την αξία των εξαγωγών της και συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες του κόσμου.

Μέχρι τότε, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας κυμαινόταν μεταξύ του 9% και του 15% του ΑΕΠ περίπου, όταν, σε όλη τη δεκαετία 2005-2014 (για την οποία δίνονται στοιχεία από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ δεν ξεπέρασε ποτέ κατά μέσο όρο το 2% του ΑΕΠ.




Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, την τριετία 2009-2011, αναλογικά με το ΑΕΠ, το ελληνικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν το υψηλότερο μεταξύ και των «28» της Ε.Ε.




Όπως φαίνεται και στο σχετικό διάγραμμα:
– Μετά το 2005 ξέφυγε τελείως, με αποτέλεσμα να ξεπεράσει το απίστευτο 15% του ΑΕΠ το 2007 και να παραμείνει πάνω από αυτό και το 2008.
– Την περίοδο 2009-2015, η Ελλάδα κατάφερε να το ισοσκελίσει σταδιακά, με μια εντυπωσιακή προσαρμογή, μεγαλύτερη των 6 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, το 2012.
– Το 2015, για πρώτη φορά ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, το ισοζύγιο έκλεισε οριακά πλεονασματικό (+0,1% του ΑΕΠ).

Αυτό το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ εξαγωγών-εισαγωγών, λόγω κυρίως της ανεξέλεγκτης κατανάλωσης εισαγομένων και δευτερευόντως των αδύναμων εξαγωγών, καθιστούσε αναπόφευκτη την περιοριστική πολιτική της μνημονιακής περιόδου – πολιτική που από τη φύση της, βέβαια, είναι υφεσιακή. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι πιο έγκριτοι οικονομικοί αναλυτές υπογραμμίζουν ότι και η ύφεση στην ελληνική οικονομία ήταν αναπόφευκτη μετά το 2008, με δεδομένο το μέγεθος των μακροοικονομικών ανισορροπιών (ελλείμματα μεγαλύτερα του 10% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο). Άλλο, βέβαια, ότι θα μπορούσε να ήταν ηπιότερη υπό διαφορετικές συνθήκες (έλλειψη νομισματικής αβεβαιότητας, πολιτική συναίνεση, λιγότερες προσφυγές στις κάλπες κλπ.) 

Παρακάτω θα επικεντρωθούμε αποκλειστικά στις ελληνικές εξαγωγές, μιας και οι εισαγωγές μας προσγειώθηκαν απότομα τα τελευταία χρόνια, ελλείψει δανειοδότησης για τη χρηματοδότησή τους.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αναλογικά με το ΑΕΠ, οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών ήταν:
Λιγότερες από εκείνες της Αλβανίας μέχρι και το 2012.
Οι λιγότερες μεταξύ και των «28» της Ε.Ε. μέχρι και το 2011.




– Απείχαν μεταξύ 10 και 17 ποσοστιαίων μονάδων από τον μέσο όρο της Ε.Ε. την περίοδο 2004-2015.
– Το 2015 ήταν σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες (31,9% έναντι 43,8%).




Αναζητώντας στοιχεία σε βάθος χρόνου, καταφύγαμε στη βάση δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που προέκυψε, αναλογικά με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών:




Στην Ελλάδα:
– Από το 1973 είναι αδιάκοπα μεγαλύτερες του 10%, ενώ τις δεκατρείς προηγούμενες χρονιές (1960-1972) ήταν μικρότερες με εξαίρεση μόνο μια χρονιά (το 1966).
– Με εξαίρεση το 1981, σε όλη τη 40ετία 1960-1999 ήταν μικρότερες του 20%.
– Από το 2000 είναι μεγαλύτερες του 20% με εξαίρεση μόνο δυο χρονιές (το 2003 και το 2009).
– Το 2013, για πρώτη φορά στην ιστορία των μετρήσεων, ήταν πάνω από το 30%, παραμένοντας πάνω από το επίπεδο αυτό έκτοτε.
– Το 2014 κατέγραψαν το υψηλότερο επίπεδό τους (32,7%) στην ιστορία των μετρήσεων (1960-2015).

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση:
– Από το 1973 είναι υψηλότερες από το 20% (την περίοδο 1960-1972 ήταν σχεδόν όλες τις χρονιές οριακά χαμηλότερες).
– Από το 1997 είναι υψηλότερες από το 30%.
– Από το 2011 είναι υψηλότερες από το 40%.

Η απόσταση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας:
– Μειώθηκε στο ελάχιστό της το 1981 (4,3 ποσοστιαίες μονάδες) και έφτασε στο μέγιστό της το 2006 (16,6 ποσοστιαίες μονάδες).
– Από το 1990 είναι μεγαλύτερη των 10 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ την προηγούμενη τριακονταετία (1960-1990) ήταν τις περισσότερες χρονιές μικρότερη. 

Εν ολίγοις, αναλογικά με το ΑΕΠ, η Ελλάδα δεν είχε ποτέ περισσότερες εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών από ό,τι κατά μέσο όρο οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το 2011, η εξαγωγική βάση στις χώρες της Ε.Ε. είναι μεγαλύτερη του 40% του ΑΕΠ τους. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική –παρότι έχει διευρυνθεί κι εκείνη, από το 2013 πάνω από το 30% του ΑΕΠ (σημειώνοντας ιστορικό υψηλό το 2014)– εξακολουθεί να απέχει περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σαν να ακολουθεί την ευρωπαϊκή διεύρυνση με καθυστέρηση, με συνέπεια να είναι καταδικασμένη να υπολείπεται…

Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην εικοσαετία 1995-2014, σύμφωνα με τα στοιχεία του, αναλογικά με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα:
–  Τη διετία 2000-2001 και τη διετία 2013-2014 ξεπέρασαν τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
– Το 2012 ήταν ισόποσες.
– Το 2009 απείχαν 5 ποσοστιαίες μονάδες, απόσταση μικρότερη μόνο από εκείνη του 1995 και του 1996 (που ήταν μεγαλύτερη και των 5 ποσοστιαίων μονάδων).




Συγκριτικά με τις αναπτυγμένες οικονομίες, την περίοδο 1980-2013, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αναλογικά με το ΑΕΠ, οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών δεν ήταν ποτέ περισσότερες.
–  Το 2008, στο μεγαλύτερο άνοιγμα της “ψαλίδας”, απείχαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, όντας σχεδόν οι μισές (21,3% έναντι 41,5%).
–  Όλη την περίοδο 1991-2012 απείχαν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες.
–  Το 2013, για πρώτη φορά από το 1990, απείχαν κάτω από 10 ποσοστιαίες μονάδες (8,2 για την ακρίβεια).




Πετρελαιοειδή και Χαμηλής Τεχνολογίας:

Η ελληνική εξαγωγική βάση είναι κλασική περίπτωση που… ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες! Ένα μη αμελητέο τμήμα των ελληνικών εξαγωγών αφορά πετρελαιοειδή προϊόντα. Η προστιθέμενη αξία των τελευταίων είναι αναμφίβολα υποδεέστερη των υπόλοιπων εξαγώγιμων προϊόντων, αφού στην περίπτωσή τους η βασική πρώτη ύλη, το πετρέλαιο, είναι εισαγώγιμη για την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα, η εξαγωγική μας βάση είναι ακόμα πιο ισχνή. 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα πετρελαιοειδή κυμάνθηκαν μεταξύ 2-6% περίπου του ΑΕΠ στο διάστημα 2010-2015.




Αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών, είναι μεγαλύτερη και η απόστασή μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ τη διετία 2011-2012 και περισσότερες από 16 τη διετία 2014-2015.




Το μερίδιο των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στις συνολικές εξαγωγές μας είναι, επίσης, απελπιστικά μικρό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat:
– Ήταν το μικρότερο μεταξύ και των «28» της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη διετία 2012-2013.
– Το δεύτερο μικρότερο (μετά από εκείνο της Πορτογαλίας) τις διετίες 2014-2015 και 2010-2011.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το αντίστοιχο μερίδιο:
– Από το 2007 είναι περισσότερο από τριπλάσιο.
– Το 2012 σχεδόν πενταπλάσιο.
– Το 2013 σχεδόν εξαπλάσιο.
– Το 2014 περισσότερο από τετραπλάσιο.
– Το 2015 σχεδόν τετραπλάσιο.




Σύμφωνα με στοιχεία από την Παγκόσμια Τράπεζα, σε βάθος 25ετίας, όπως φαίνεται ανάγλυφα και στο διάγραμμα, οι εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας ως ποσοστό των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων ήταν και στο παρελθόν αισθητά χαμηλότερες στην Ελλάδα απ’ ό,τι στην Ε.Ε. Ενώ η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας το 2000 (13,7%).




Άξια λόγου είναι και η πορεία των εξαγωγών μας σε ονομαστικούς όρους, ανεξάρτητα από το τι συνέβαινε στον διεθνή περίγυρο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε σταθερές τιμές 2010, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008 και 57,2 δισεκατομμύρια ευρώ το 2015.





ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Ανέκαθεν η εξαγωγική βάση της Ελλάδας ήταν μικρή. Αισθητά μικρότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε όλη την ιστορία των μετρήσεων. Από το 1990 μέχρι και σήμερα, περισσότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μικρότερη. Σαν να ακολουθεί με καθυστέρηση εκείνες της Ε.Ε. και, εν γένει, των αναπτυγμένων οικονομιών στην αναγκαία –για τη βιώσιμη ανάπτυξη– διεύρυνση.

Σε ονομαστικούς όρους και σταθερές τιμές μάλιστα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι λιγότερες από ό,τι προ κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, έχουν αυξήσει το μερίδιό τους στο ΑΕΠ, λόγω και της βουτιάς του τελευταίου στο ενδιάμεσο. Με παράπλευρη ωφέλεια, αναλογικά με το ΑΕΠ, να μην παραμένουν οι λιγότερες μεταξύ των «28» στην Ε.Ε. ή λιγότερες από εκείνες της Αλβανίας – όπως μέχρι πρότινος.

Επί της ουσίας, βέβαια, το εξαγωγικό προφίλ της χώρας δεν έχει βελτιωθεί, αν λάβουμε κιόλας υπόψη ότι:
– Στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε, τα υψηλής τεχνολογίας προϊόντα έχουν σχεδόν τετραπλάσιο μερίδιο στις συνολικές εξαγωγές.
– Ελληνικές εξαγωγές αξίας πάνω από 4% του ΑΕΠ αφορούν πετρελαιοειδή προϊόντα, που η βασική πρώτη ύλη τους (πετρέλαιο) είναι εισαγώγιμη. 


Εν ολίγοις, αν δεν θέλουμε να είμαστε μόνο κατ’ ευφημισμόν αναπτυγμένη χώρα, δεν αρκεί να διευρύνουμε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την εξαγωγική βάση της οικονομίας μας – που είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αλλά πρέπει, ταυτόχρονα, να προσπαθήσουμε να μειώσουμε το σχετικό βάρος των πετρελαιοειδών στις εξαγωγές μας υπέρ των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας.


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Economia.gr στις 9 Δεκεμβρίου 2016:
http://www.economia.gr/el/article/entry/5944



Υποσημειώσεις:

1. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποτελεί το αλγεβρικό άθροισμα τεσσάρων αναλυτικότερων ισοζυγίων: εμπορικού, υπηρεσιών, εισοδημάτων και μονομερών μεταβιβάσεων.

2. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών φτάνουν πίσω στον χρόνο μέχρι το 2002 για την Ελλάδα και μέχρι το 2005 για τον μέσο όρο των χωρών-μελών του.

3. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2008, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αναλογικά με το ΑΕΠ, ήταν στο 22% στη Βουλγαρία, στο 15,5% στην Κύπρο και στο 15,1% στην Ελλάδα. Το 2012 ήταν στο 6% στην Κύπρο, στο 4,8% στη Ρουμανία και στο 3,8% στην Ελλάδα.

4. Για πρώτη φορά από το 1948, που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το 2015 ήταν πλεονασματικό.

5. Εισχωρώντας περαιτέρω στη βάση δεδομένων της Eurostat («More data in the source dataset»), μπορούμε να βρούμε στοιχεία για το ποσοστό των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών επί του ΑΕΠ από το 1995 για την Ελλάδα και από το 1996 για την Αλβανία. Σύμφωνα μ' αυτά, το αλβανικό ποσοστό ξεπέρασε πρώτη φορά το ελληνικό (20,9% έναντι 20,1%) το 2002 και έκτοτε παρέμεινε υψηλότερο μέχρι και το 2012.

Εν ολίγοις, από τη χρονιά κυκλοφορίας του ευρώ σε φυσική μορφή στη χώρα μας και για περισσότερο από μία δεκαετία, η οικονομία μας, αναλογικά με το ΑΕΠ, είχε μικρότερη εξαγωγική βάση από εκείνη της Αλβανίας.

6. Την περίοδο 2012-2015, η Γαλλία και η Ιταλία, και από το 2013 και το Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν οριακά λιγότερες εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών από την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ως προς το ΑΕΠ, ήταν στο 28,5% στη Γαλλία, στο 28,6% στην Ιταλία και στο 28,7% στην Ελλάδα το 2012. Το 2013 ήταν στο 28,6% στη Γαλλία, στο 28,9% στην Ιταλία, στο 29,8% στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο 30,4% στην Ελλάδα. Το 2014 ήταν στο 28,1% στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο 28,9% στη Γαλλία, στο 29,3% στην Ιταλία και στο 32,5% στην Ελλάδα. Το 2015 ήταν στο 27,2% στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο 30% στη Γαλλία, στο 30,1% στην Ιταλία και στο 31,9% στην Ελλάδα.

7. Οι εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας στην Πορτογαλία ήταν στο 3% των συνολικών εξαγωγών της το 2010, στο 3,1% το 2011, στο 3,6% το 2014 και στο 3,8% το 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου