Η φωτογραφία μου
Master of Science in Economics, Athens University of Economics and Business.

Για πρώτη φορά ύστερα από 114 ολόκληρα χρόνια!

«Είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος» είχε πει προφητικά στις 2 Δεκεμβρίου του 1993, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου.

Μεταγενέστερα, την προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εξυπηρέτησής του, θα προβλέψουν δύο ακόμα άνθρωποι που διετέλεσαν πρωθυπουργοί της Ελλάδας: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Σημίτης, μιλώντας αμφότεροι, με διαφορά σχεδόν 15 χρόνων, στο ελληνικό κοινοβούλιο.

«DEBT ή αλλιώς… DEATH!» θα μπορούσε, υπό το πρίσμα αυτό, να τιτλοφορηθεί το σημερινό μας άρθρο. Το σοκαριστικό εύρημα όμως, που προέκυψε από την εξέταση της σχετικής βάσης δεδομένων του ΔΝΤ («Historical Public Debt Database»), αντικατέστησε τον τίτλο…




Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλεπόταν ότι θα ξεπεράσει φέτος το 200% του ΑΕΠ – για πρώτη φορά μετά από 114 ολόκληρα χρόνια! Η προηγούμενη που αυτό συνέβη ήταν το… 1902. Ενώ, συνολικά, από το 1884, μόνο 5 χρονιές πριν από το 2016.

Συγκρίνοντας τον μηχανισμό… “θανάτου” του ελληνικού έθνους με τον αντίστοιχο στις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, διαπιστώσαμε ότι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το ελληνικό δημόσιο χρέος:
– Από το 2002, είναι το υψηλότερο μεταξύ των «28» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.).
– Από το 2011, είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο (μετά από εκείνο της Ιαπωνίας).
– Πέρυσι ήταν σχεδόν μισό ΑΕΠ μεγαλύτερο από το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε. και διπλάσιο του μέσου όρου των «28». 

Παρά το τεράστιο μέγεθός του όμως, χάρη στις διαδοχικές αναδιαρθρώσεις, η Ελλάδα, για την εξυπηρέτησή του, πλήρωσε σε τόκους:
– Από το 2012, κατ' έτος, λιγότερα ως προς το ΑΕΠ από ό,τι η Ιταλία, που έχει το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε. των «28».
– Από το 2013, κατ' έτος, λιγότερα ως προς το ΑΕΠ από ό,τι η Πορτογαλία, που έχει το τρίτο υψηλότερο δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε. των «28».




Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές δαπάνες εξυπηρέτησής του, όπως φαίνεται και από το διάγραμμα που δημιουργήσαμε αξιοποιώντας τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ):
– Με εξαίρεση την τριετία 2022-2024, κατ’ έτος δεν ξεπερνούν χονδρικώς τα 18 δισεκατομμύρια ευρώ σε όλη την προσεχή δεκαπενταετία (έως το 2030).
– Το 2022, πράγματι, εκτοξεύονται και γίνονται σχεδόν διπλάσιες από τον αμέσως προηγούμενο χρόνο.
– Την τριετία 2022-2024, κατ’ έτος κυμαίνονται μεταξύ 24 και 34 δισεκατομμυρίων ευρώ, πλησιάζοντας αθροιστικά τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τέλος, ως προς τη σύνθεσή του, το 80% περίπου του δημόσιου χρέους είναι πλέον εκτός διαπραγμάτευσης, στα χέρια των επίσημων πιστωτών της Ελλάδας, χάρη στις ελεγχόμενες αναδιαρθρώσεις και τη δανειοδότηση από τον μηχανισμό στήριξης.

Παρ’ όλα αυτά, όπως δείξαμε αναλυτικά στο προηγούμενο άρθρο μας, το Ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός αγορών δανειακών κεφαλαίων –αν και κοντά στην επιστροφή του σε αυτές– και τα ομόλογά του αξιολογούνται ως «σκουπίδια» (junk), στην κατηγορία υψηλού επενδυτικού κινδύνου…

Συμπερασματικά, παρότι το δημόσιο χρέος παραλίγο να αφανίσει κυριολεκτικά το έθνος (όπως είχε προβλέψει ο κυριότερος υπεύθυνος για τη δημιουργία του), η Ελλάδα, όντας μέλος της Ευρωζώνης, τη γλίτωσε υποχρεώνοντας τους εταίρους της να της τείνουν χείρα βοηθείας πριν από τον αφανισμό. Με τρόπο ώστε να μειώσει σταδιακά τα ελλείμματά της και να εξορθολογιστούν οι δαπάνες εξυπηρέτησής του.

Στην πραγματικότητα, το δημόσιο χρέος μας –αν και δυσθεώρητο, το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο σε σχέση με το ΑΕΠ– δεν αποτελεί πρόβλημα στην παρούσα φάση και για τα προσεχή πέντε χρόνια. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2022, που τα τοκοχρεολύσια σχεδόν διπλασιάζονται.

Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι η Ελλάδα σπατάλησε πολύτιμο χρόνο και διπλωματικό κεφάλαιο με βασικό αίτημα την –ανέφικτη– διαγραφή του, με αποτέλεσμα να μετράει σήμερα μόνο οικονομικές ζημιές από την “περήφανη” διαπραγμάτευση του 2015.

Όσο προφανές κι αν είναι, βέβαια, ότι πρέπει να δοθεί εκ νέου χείρα βοηθείας στη χώρα την τριετία 2022-2024, όταν θα είναι φύσει αδύνατον να αποπληρώσει τοκοχρεολύσια που αθροίζουν κοντά στα 90 δισεκατομμύρια ευρώ.

Εν ολίγοις, η λεγόμενη και ως «δημοσιοχρεολογία» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται περισσότερο ως άλλοθι από τους υπευθύνους για το αμαρτωλό δημοσιονομικό παρελθόν της Ελλάδος. Οι τελευταίοι παραπληροφορούν τους πολίτες ότι μπορούμε να επιστρέψουμε άκοπα σ’ αυτό, αποπροσανατολίζοντάς τους ταυτόχρονα από το μείζον: Τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα φέρουν επενδύσεις, θα αυξήσουν με βιώσιμο τρόπο το εθνικό προϊόν και, εν τέλει, θα βελτιώσουν την ευημερία τους…


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Economia.gr στις 24 Νοεμβρίου 2016:


Υποσημειώσεις:

1. Στις 20 Μαΐου 1994, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε αναφέρει μεταξύ άλλων στη Βουλή: «Το τραγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αντέχει τα βάρη και τα ελλείμματα. Ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που η Ελλάδα δεν θα μπορεί καν να δανειστεί και θα καταφύγει ικέτις στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, ο Κώστας Σημίτης είχε αναφέρει μεταξύ άλλων στη Βουλή: «Στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού, το ελληνικό κράτος δεν θα μπορεί να βρει στην αγορά ταχύτατα όπως θα θέλει [δανεικά] και θα δώσει έτσι την αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Θα είναι μια ταπεινωτική εξέλιξη για την Ελλάδα […]»

2. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων «Historical Public Debt Database» του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας προβλεπόταν ότι θα έκλεινε το 2016 στο 206,59% του ΑΕΠ.

3. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων «Historical Public Debt Database» του ΔΝΤ, το 1894, το 1896 και την τριετία 1900-1902 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ. 

4. Οι χρονιές των πτωχεύσεων του ελληνικού κράτους, όπως φαίνεται στον κάτωθι πίνακα, είναι διαφορετικές.


Τα στοιχεία για τις χρονιές των πτωχεύσεων προέρχονται από το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Δερτιλή «Επτά Πόλεμοι, Τέσσερις Εμφύλιοι, Επτά Πτωχεύσεις 1821-2016» (εκδόσεις Πόλις, 2016).


5. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2001 το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. το είχε το Βέλγιο (107,6% του ΑΕΠ) και ακολουθούσε η Ελλάδα (με 107,1% του ΑΕΠ).

6. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, το 2010 το δεύτερο υψηλότερο δημόσιο χρέος στον κόσμο το είχε ο Άγιος Χριστόφορος και Νέβις, κράτος της Καραϊβικής, (159,31% του ΑΕΠ), και ακολουθούσε η Ελλάδα (με 145,67% του ΑΕΠ). 

7. Το 2011, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, εκτός από την Ιαπωνία (226,3% του ΑΕΠ), υψηλότερο δημόσιο χρέος από την Ελλάδα (109,2% του ΑΕΠ), είχαν: οι ΗΠΑ (122,5% του ΑΕΠ), η Ισλανδία (122,1% του ΑΕΠ), η Ιταλία (117,9% του ΑΕΠ), το Βέλγιο (110% του ΑΕΠ) και η Ιρλανδία (109,7% του ΑΕΠ).

8. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2015 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν 177,4% του ΑΕΠ, ενώ της Ιταλίας 132,3% του ΑΕΠ. Επομένως, η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου σε μέγεθος δημοσίου χρέους στην Ε.Ε. ήταν 45,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

9. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2015 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν 177,4% του ΑΕΠ, ενώ κατά μέσο όρο στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. 86,6% του ΑΕΠ. Επομένως, το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν 2,048 φορές ο μέσος όρος εκείνου στις χώρες-μέλη της Ε.Ε.

10. Συγκεντρώσαμε στον κάτωθι πίνακα τις σημαντικότερες ημερομηνίες για το ελληνικό δημόσιο χρέος.




Τα μέτρα που αποφασίστηκαν στο Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 ήταν:
– Μείωση κατά 100 μονάδες βάσης του επιτοκίου δανεισμού της πρώτης δέσμης στήριξης.
– Μείωση κατά 10 μονάδες βάσης των εγγυητικών εξόδων του δανείου από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
– Αύξηση της διάρκειας των δανείων κατά 15 χρόνια και της περιόδου χάριτος από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά 10 χρόνια.
– Μεταφορά στον ειδικό λογαριασμό της Ελλάδος ποσού ισοδύναμου προς το εισόδημα των κεντρικών τραπεζών των κρατών-μελών από το χαρτοφυλάκιο τίτλων που είχαν αποκτήσει μέσω του προγράμματος για τις αγορές τίτλων, από το 2013 και εξής.


11. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα πλήρωσε σε τόκους δημοσίου χρέους: 5,1% του ΑΕΠ το 2012, 4% το 2013, 4% το 2014, 3,6% το 2015 και φέτος θα πληρώσει 3,3% του ΑΕΠ. Τις αντίστοιχες χρονιές, η Ιταλία: 5,2%, 4,8%, 4,6%, 4,2% και 4%, και η Πορτογαλία: 4,9%, 4,9%, 4,9%, 4,6% και 4,3%.

12. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2015, πρώτη σε μέγεθος δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ ήταν η Ελλάδα (177,4%), δεύτερη η Ιταλία (132,3%) και τρίτη η Πορτογαλία (129%). Από το 2011, Ιταλία και Πορτογαλία εναλλάσσονται μεταξύ δεύτερης και τρίτης θέσης.

13. Οι τόκοι και τα χρεολύσια συνθέτουν τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Μια χώρα που έχει πρόσβαση στις αγορές δανειακών κεφαλαίων προβληματίζεται μόνο για το ύψος των τόκων που πρέπει να εξοφλήσει, καθώς μπορεί να ανακυκλώνει τα χρεολύσιά της –όσα κι αν είναι– με νέο δανεισμό. Ο τελευταίος αφήνει ανεπηρέαστο το συνολικό ύψος του δημόσιου χρέους της, αφού ένα τμήμα του απλώς ανανεώνεται.

14. Τα στοιχεία από τον ΟΔΔΗΧ δόθηκαν τον Μάρτιο του 2014, μετά από ερώτηση της βουλευτού της ΔΗΜΑΡ Μαρίας Γιαννακάκη.

15. Τα τοκοχρεολύσια του 2021 είναι οριακά περισσότερα από 18 δισεκατομμύρια ευρώ. Συγκεκριμένα, 18,1 δισεκατομμύρια ευρώ.

16. Για την ακρίβεια, τα τοκοχρεολύσια του 2022 είναι 1,84 φορές εκείνα του 2021 (33,4 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι 18,1 δισεκατομμυρίων ευρώ).

17. Για την ακρίβεια, την τριετία 2022-2024, κατ’ έτος, τα τοκοχρεολύσια κυμαίνονται από 24,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024 έως 33,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, που είναι και τα μέγιστα της δεκαπενταετίας.

18. Για την ακρίβεια, αθροιστικά για όλη την τριετία 2022-2024, τα τοκοχρεολύσια είναι 86,6 δισεκατομμύρια ευρώ.

19. Σύμφωνα με το τελευταίο «Δελτίο Δημόσιου Χρέους» της ΟΔΔΗΧ, στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 το 77,8% του χρέους της κεντρικής διοίκησης ήταν μη διαπραγματεύσιμο.

20. Στις 18 Νοεμβρίου, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου ήταν 7,14%, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκτιμάται πως το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα μπορέσει να επιστρέψει με βιώσιμο τρόπο στις αγορές δανειακών κεφαλαίων, εάν η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του δεν πέσει κάτω από το 6%.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου